πλαταγημα

πλαταγημα
    πλατάγημα
    πλᾰτάγημα
    -ατος (τᾰ) τό треск Theocr., Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πλαταγημα" в других словарях:

  • πλατάγημα — crack neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατάγημα — το, ΝΑ [πλαταγώ] η σύγκρουση πλατιών σωμάτων και ο κρότος που παράγεται από αυτήν, πλαταγή …   Dictionary of Greek

  • πλαταγήματος — πλατάγημα crack neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλέφιλον — τὸ, Α φύλλο που φυλάει τη φιλία, φύλλο φυτού ή πέταλο άνθους, πιθανώς τής παπαρούνας, που τό χρησιμοποιούσαν οι ερωτευμένοι για να δοκιμάσουν αν το αγαπημένο πρόσωπο διατηρούσε τα αισθήματά του (α. «τηλεφίλου πλαταγήματος ἠχέτα βόμβος γαστέρα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»